Οι Υπηρεσίες “Κοινωνικής Ευημερίας” σε ρόλο χαφιέ – εκβιαστή – καταστολέα

Γυναίκα αιτήτρια ασύλου και φορέας HIV επισκέφτηκε τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας για συνεργασία με τη λειτουργό υπεύθυνη για την περίπτωσή της. Η λειτουργός, αντί να ασκήσει τα καθήκοντα που καθορίζονται από το Νόμο και τον κώδικα επαγγελματικής δεοντολογίας, κάλεσε την ΥΑΜ, η οποία συνέλαβε την αιτήτρια στο Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Λευκωσίας, ανακοινώνοντας της, κατά παράβαση της σχετικής Νομοθεσίας, προφορικά «ότι είναι παράνομη γιατί η αίτηση της για άσυλο είχε απορριφθεί». Η αιτήτρια συνελήφθηκε ενώ δεν είχε ακόμα ενημερωθεί για την απορριπτική απάντηση, η οποία είχε εκδοθεί λίγες μέρες προηγουμένως και πριν εκπνεύσει η προθεσμία των 75 ημερών που προβλέπει η σχετική νομοθεσία για καταχώρηση προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο εναντίον της απόφασης.

Η δεύτερη υπόθεση αφορά μετανάστρια οικιακή εργαζόμενη και μητέρα και η οποία κλήθηκε από λειτουργό του Επαρχιακού Γραφείου Ευημερίας Λεμεσού για να μεταβεί στο γραφείο της. Η γυναίκα επισκέφτηκε τη λειτουργό στο Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Λεμεσού, όπου συνελήφθηκε από την ΥΑΜ Λεμεσού. Η εν λόγω μετανάστρια γέννησε πριν από πέντε περίπου μήνες και έπειτα από πιέσεις που δεχόταν από τον εργοδότη της, ο οποίος την εκβίαζε με μη ανανέωση του συμβολαίου απασχόλησής της σε περίπτωση που κρατούσε το παιδί, αρχικά συγκατατέθηκε ώστε οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας να δώσουν το παιδί για υιοθεσία. Στη συνέχεια και ενώ το παιδί δεν είχε ακόμα δοθεί για υιοθεσία, οι γονείς του παιδιού ενημέρωσαν το Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Λεμεσού ότι αποφάσισαν να κρατήσουν το παιδί τους. Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας αρνήθηκαν να δώσουν το παιδί στους γονείς του, κρατώντας το στο Μακάριο Νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν αρχικά λόγω του ότι είχε γεννηθεί πρόωρα και στη συνέχεια στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, όπου βρίσκεται ακόμα, με οδηγίες των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, παρά το ότι εδώ και τρεις περίπου μήνες έχει πάρει εξιτήριο. Από τότε που οι γονείς ενημέρωσαν το Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Λεμεσού ότι αποφάσισαν να κρατήσουν το παιδί τους, η λειτουργός που χειρίζεται την υπόθεση εκβίαζε τη μητέρα ότι δεν θα της δοθεί το παιδί της, εκτός και αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της. Τελικά, η γυναίκα συνελήφθηκε στο Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Λεμεσού, λόγω του ότι ο εργοδότης της δεν προχώρησε σε ανανέωση της άδειας διαμονής της και παρά το γεγονός ότι διαμένει και εργάζεται εννιά χρόνια στην Κύπρο και θα μπορούσε να υποβάλει αίτηση για πολιτογράφηση και να διεκδικήσει το καθεστώς της μακρόχρονα διαμένουσας.

Η τρίτη υπόθεση αφορά γυναίκα θύμα εμπορίας για σεξουαλική εκμετάλλευση και μητέρα, η οποία, αφού αναγνωρίστηκε ως θύμα εμπορίας από την αστυνομία, χρησιμοποιήθηκε ως μάρτυρας σε δικαστική υπόθεση εμπορίας προσώπων που κράτησε σχεδόν τρία χρόνια, χωρίς να της δοθεί άδεια παραμονής. Η αναφερόμενη μετά την ολοκλήρωση της δίκης, δεν ενημερώθηκε από τις Αρχές για το δικαίωμα της να υποβάλει αίτηση για αποζημιώσεις από τους εμπόρους αλλά ούτε και βοηθήθηκε για επανένταξη στη κοινωνία, όπως προβλέπει η σχετική νομοθεσία. Αντ’ αυτού, οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας διέκοψαν το δημόσιο βοήθημα που της δινόταν και ζήτησαν από την ΥΑΜ να τροχοδρομήσει τον επαναπατρισμό της με το «πρέπει να φύγει από την Κύπρο» Το θύμα, μητέρα δύο μικρών παιδιών, παραμένει χωρίς καμιά βοήθεια από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας παρά το γεγονός ότι έχει αποταθεί στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού για εξασφάλιση νομικής αρωγής για αναγνώριση της πατρότητας του παιδιού της το οποίο απέκτησε μαζί με Κύπριο πολίτη με τον οποίο διατηρούσε δεσμό.

Η ΚΙΣΑ καταδικάζει τις πιο πάνω πρακτικές και ιδιαίτερα τη στάση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, οι οποίες φαίνεται να λειτουργούν όχι με γνώμονα την «κοινωνική ευημερία» των χρηστών τους, αλλά με τρόπο που όχι μόνο βλάπτει τους χρήστες των Υπηρεσιών, αλλά και που καταρρακώνει το κύρος τους, λειτουργώντας ως προέκταση της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης.

ΚΙΣΑ – Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό

13 Μαίου 2010

 

 

Ανέγερση Καθεδρικού Ναού στη Λευκωσία;

Η εκκλησία της κύπρου επιδιώκει την ανέγερση τεράστιου μεγέθους καθεδρικού ναού παρά την αρχιεπισκοπή. Έχουν αρθρωθεί αντιδράσεις από κάποια κόμματα, το σύλλογο αρχιτεκτόνων κύπρου και πρόσφατα από την «Επιτροπή αγώνα για την μη ανέγερση του Καθεδρικού ναού».

Οι αντιδράσεις κινούνται κυρίως σε δύο άξονες: από τη μια επισημαίνουν την ασυμβατότητα της κατασκευής με το ιστορικό κέντρο και από την άλλη προειδοποιούν για τα κυκλοφοριακά προβλήματα που θα δημιουργηθούν στην ήδη βεβαρημένη περιοχή.

Συμφωνούμε ανεπιφύλακτα με όσους αντιτίθενται στην ανέγερση του τεράστιου καθεδρικού ναού στην παλιά πόλη.

Την ίδια ώρα, θεωρούμε ότι τα επιχειρήματα που έχουν αρθρωθεί μέχρι στιγμής, χτυπώντας ευαίσθητες χορδές μιας μεγάλης γκάμας ατόμων και ομάδων (ιστορικότητα κέντρου, περιβάλλον) είναι μεν έγκυρα και ουσιαστικά, αλλά, συνειδητά ή ασυνείδητα συγκαλύπτουν άλλες παραμέτρους του εγχειρήματος που είναι εξ’ ίσου ή και περισσότερο επικίνδυνες.

Η εξουσία της εκκλησίας στην κύπρο παρεμβαίνει σε όλο το φάσμα της ζωής μας:

Ασκεί μια αδιαμφισβήτητη κοινωνική εξουσία που απορρέει από την ηγεμονία διενέργειας τελετών που έχουν σχέση με τις προσωπικές και κοινωνικές μεταβάσεις (γέννηση, ονοματοδότηση, συμβίωση, χωρισμός, εγκαίνια, ορκωμοσία κυβερνήσεων) και τις πελατειακές σχέσεις που δημιουργεί η οικονομική της δραστηριότητα. Φυσικά μεγάλη είναι η επιρροή που ασκεί στις κοινωνικές αντιλήψεις και ως ο κυρίαρχος θρησκευτικός θεσμός.

Επίσης, η ορθόδοξη εκκλησία συντηρεί κύκλους διανοουμένων και πολιτευτάδων οι οποίοι παρεμβαίνουν με μεγάλη επιτυχία στα κοινωνικά δρώμενα προωθώντας τις δικές της συντηρητικές και πολλές φορές αντιεπιστημονικές αντιλήψεις σε θέματα όπως η παιδεία, τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα κοινωνικών ομάδων (π.χ. γυναίκες, ομοφυλόφιλοι ). Παράλληλα, για τον ίδιο σκοπό, χρηματοδοτεί μια σειρά από ιδρύματα, κέντρα μελετών, μ.μ.ε.( έντυπα και ηλεκτρονικά).

Συχνά πυκνά, παρεμβαίνει άμεσα στα πολιτικά δρώμενα είτε με δηλώσεις της ιεραρχίας είτε με εκδόσεις φυλλαδίων προπαγανδιστικού χαρακτήρα, τα οποία μοιράζει στους ναούς. Κύριος στόχος είναι να προωθήσει το δικό της “αποδεκτό εθνικό πλαίσιο”, αλλά και να δικαιώσει την ιστορική της παρουσία. Η πολιτική της εξουσία συνοδεύεται από τη συνεχή προσπάθεια επιβολής ενός αυταρχικού, ανιστόρητου και α-πολιτικού λόγου που βασίζεται στη δύναμη του αυταπόδεικτου, εφ’ όσον αρθρώνεται από τα χείλη του προκαθήμενού της.

Από την οθωμανική περίοδο και έπειτα, η εκκλησία στην κύπρο αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους καπιταλιστικούς θεσμούς με όλα τα επακόλουθα: αδίστακτη εκμετάλλευση φυσικών πόρων και γης για επιχειρηματική κερδοφορία, διασπάθιση του δημόσιου χρήματος μέσω φοροαπαλλαγών, περιβαλλοντικές καταστροφές. Θυμίζουμε ενδεικτικά το σκάνδαλο με τη μετακίνηση άμμου από το μοναδικό στην Κύπρο χώρο αναπαραγωγής της Καρέτα Καρέτα (παραλία της Τοξεύτρας στον Ακάμα) -ηχηρή προϊστορία της εκκλησίας στο να αγνοεί περιβαλλοντικού τύπου ανησυχίες- και την πρόσφατη συζήτηση για τη φοροδιαφυγή της εκκλησίας. Η εκκλησία είναι σε θέση να διατηρεί την κοινωνική, ιδεολογική και πολιτική επιρροή της ακριβώς επειδή είναι ένας γνήσιος καπιταλιστής που γνωρίζει τη σημασία του προσωπικού μάρκετινγκ: η αρχική αρνητική στάση της πολεοδομικής επιτροπής του Δήμου Λευκωσίας έχει μετατραπεί σε θετική μετά από προσωπικές επαφές του αρχιεπισκόπου…

Τι επιχειρεί λοιπόν ουσιαστικά η εκκλησία με την προσπάθεια να ανεγείρει στο ιστορικό κέντρο ένα οικοδόμημα-μεγαθήριο και μάλιστα ναό;

Ένα τέτοιο οικοδόμημα συνιστά μια χωρική και οπτική ηγεμονία πάνω στο τοπίο της εντός των τειχών πόλης. Πολύ ορθά ο σύλλογος αρχιτεκτόνων (http://www.architecture.org.cy/nqcontent.cfm?a_id=5512&tt=graphic&lang=l2), επισημαίνει ότι «γίνεται σημαντική ανατροπή του υφιστάμενου πολεοδομικού ιστού της περιοχής», και πως ένα τέτοιο κτίριο «θα λειτουργεί μονίμως αρνητικά σε σχέση με την ανάδειξη των μνημείων του ευρύτερου χώρου, αφού με τη μεγάλη του κλίμακα θα επιβάλλεται στις υπόλοιπες οικοδομές που το περιβάλλουν» (η έμφαση δική μας).

Η εκκλησία, ως κραταιός θεσμός που στην κύπρο λειτουργεί παράλληλα και αλληλοϋποστηρίζεται με το κράτος, γνωρίζει πολύ καλά ότι αρχιτεκτονικά εγχειρήματα που δεσπόζουν του αστικού τοπίου ταυτόχρονα το εξουσιάζουν. Η μνημειακή αρχιτεκτονική μεγάλου μεγέθους λειτουργεί ως καταλύτης ομοιογενοποίησης της κοινωνίας. Τέτοια οικοδομήματα δεσπόζουν στον τρισδιάστατο αστικό χώρο επειδή επιθυμούν να δεσπόσει και το κωδικοποιημένο τους μήνυμα στο χώρο των ιδεών. Επιχειρούν έτσι να αμβλύνουν την πολλαπλότητα των ταυτοτήτων και να αποσιωπήσουν τη διάδραση των κοινωνικών δυναμικών.

Την ίδια λογική με μεγάλη επιτυχία έχουν χρησιμοποιήσει παγκοσμίως κρατικοί θεσμοί και υπηρεσίες, μοναρχικά, φασιστικά, θεοκρατικά και στρατιωτικά καθεστώτα, καθώς και ισχυροί οργανισμοί που στηρίζουν τον καπιταλισμό (όπως ήταν για παράδειγμα οι δίδυμοι πύργοι).

Συμπερασματικά, η επιδίωξη της ανέγερσης του τεράστιου καθεδρικού ναού αποτελεί επίδειξη της αλαζονείας που προκύπτει από τις πολλαπλές μορφές της εξουσίας της εκκλησίας που παρατέθηκαν πιο πάνω και παράλληλα από την προσπάθειά της να εδραιώσει εκ νέου, με νέους τρόπους που αγγίζουν τα δεδομένα της σύγχρονης ζωής, το χαρακτήρα της ως κατεστημένου θεσμού. Εκλαμβάνουμε την πρόθεση της εκκλησίας για ανέγερση καθεδρικού να έχει διπλή απόληξη: από τη μια ως απόπειρα η μνημειακή αυτή αρχιτεκτονική να λειτουργήσει ως αγωγός υπενθύμισης των εκκλησιαστικών εξουσιών στην κυπριακή κοινωνία και από την άλλη ως κράχτης των προθέσεων των εκκλησιαστικών για το μέλλον.

Το μήνυμά του εγχειρήματος –και του προτεινόμενου κτιρίου- είναι ξεκάθαρο: «Έχουμε ασκήσει σφαιρική εξουσία στο παρελθόν και σκοπεύουμε να συνεχίσουμε να την ασκούμε και στο μέλλον. Προκειμένου να το θυμάστε θα κατακλύσουμε σε μήκος, πλάτος και ύψος το οπτικό σας πεδίο με ένα έργο τόσο ισχυρό που δίπλα του οποιαδήποτε (οπτική και άλλη) αντίσταση θα φαντάζει τουλάχιστον γραφική».

Η αντίσταση κατά του χτισίματος του καθεδρικού ναού θα πρέπει να αποτελέσει την αφετηρία για μια ευρύτερη αμφισβήτηση της εκκλησίας ως ιεραρχικού και αντιδραστικού θεσμού. Ταυτόχρονα, δίνει και την ευκαιρία για τη συσπείρωση όλων εκείνων που αντιτάσσονται στη δημιουργία μιας αποστειρωμένης πόλης – βιτρίνας, που θα θυμίζει “open mall” και θα εξυπηρετεί το κεφάλαιο και όχι τις ανάγκες των κατοίκων και επισκεπτών της εντός των τειχών πόλης.

Φάλιες

Ομάδα εντός και εκτός δικτύου/εναλλακτικά μίντια

Λευκωσία, 6 Μαΐου 2010

 

Πόλη και Δημόσιος Χώρος: Παρουσίαση – Προβολή – Συζήτηση στο Φεστιβάλ της Oδού Θησέως

Ο δημόσιος χώρος τείνει να θεωρείται περισσότερο ως ένας χώρος μετάβασης από το ένα μέρος στο άλλο παρά ως χώρος κατοίκησης…..
Τι είναι δημόσιος χώρος;
Τι ιδιωτικός;
Πού κατοικούμε;
Τι δικαιούνται να χρησιμοποιούν γυναίκες-άντρες-παιδιά, ντόπιοι και “άλλοι” σε μια πόλη και ποιοι το ορίζουν;
Ποιους τρόπους έχουν οι κάτοικοι στη διάθεσή τους για να ορίσουν το χώρο τους;
Όταν λέμε αλλαγή σε μια πόλη τι ακριβώς εννοούμε;
Τι είδους χώρους θέλουμε για τις πόλεις μας;
Μια παρουσίαση-προβολή-συζήτηση για την πόλη και το δημόσιο χώρο στο Φεστιβάλ της Οδού Θησέως από τις Φάλιες :Ομάδα Εντός και Εκτός Δικτύου/Εναλλακτικά Μedia
Παράλληλα, σας καλούμε να δώσετε τη γνώμη σας σε πέντε δηλώσεις για το γκραφίτι …. “στους γύρω τοίχους” 
Το Σάββατο, 8 Μαΐου στις 8μ.μ.
στο χώρο στάθμευσης επί της Οδού Θησέως
(στο ύψος περίπου του αριθμού 56)