Ιεράπετρα: Μαθήτρια καταγγέλλει βιασμό από ηγετικό στέλεχος της Χρυσής Αυγής

“Ο διευθυντής (σύζυγος υποψήφιας με την ΧΑ στο Λασίθι) διαγράφηκε από την ΕΛΜΕ μετά από τις καταγγελίες για προπαγάνδα μέσα στο σχολείο. Σήμερα βγήκε στον τοπικό ραδιόφωνο ΗΧΩΝΕWS να απαντήσει στις καταγγελίες, μιλώντας για τις αξίες που πρεσβεύει ο ίδιος στο σχολείο, στην κοινωνία κτλ. 
Ακροάτρια που άκουγε τις δηλώσεις, κάλεσε στο σταθμό και κατήγγειλε ότι από τον συγκεκριμένο κύριο υπέστη κατά συρροή βιασμούς όταν ήταν ανήλικη και εκείνος γυμναστής και ότι υπάρχουν και άλλα κορίτσια στην πόλη που έχουν υποστεί τα ίδια.
Στο βάθος φαίνεται εμπλοκή βουλευτή που συγκάλυψε την υπόθεση λόγω κουμπαριάς με τον διευθυντή. Η εισαγγελία Λασιθίου ζήτησε άμεσα το ηχητικό από τον ραδιοφωνικό σταθμό” (από http://tvxs.gr/news/ellada/ierapetra-mathitria-kataggellei-gia-biasmo-ton-arxigo-tis-xrysis-aygis?utm_source=dlvr.it&utm_medium=facebook&utm_campaign=τv+χωρίς+σύνοραhttp://tvxs.gr/news/ellada/ierapetra-mathitria-kataggellei-gia-biasmo-ton-arxigo-tis-xrysis-aygis?utm_source=dlvr.it&utm_medium=facebook&utm_campaign=τv+χωρίς+σύνορα)
Ακούστε το ηχητικό ντοκουμέντο της καταγγελίας: http://www.hxonews.gr/index.php/topika/3806-2012-05-11-11-31-30

Αστυνομικές, μιντιακές, αλλά και «φιλανθρωπικού» χαρακτήρα επιχειρήσεις εναντίων μαγισσών ή πως η ακροδεξιά διαμορφώνει πολιτική ή πως (και) η κυβέρνηση του πασοκ έθρεψε την άνοδο της ακροδεξιάς και του φασισμού.

Για το κυνήγι μαγισσών στο μεσαίωνα ξέρουμε, απομένει μόνο να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό δεν τέλειωσε ποτέ. Το σύγχρονο μάλιστα κυνήγι μαγισσών είναι πολύ πιο επιτηδευμένο από εκείνο του μεσαίωνα. Επιστρατεύει όχι μόνο θεσμικά όργανα. αστυνομία, δικαστές, υπουργούς, αλλά και τα μμε και όλα αυτά με σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία για τη διαπόμπευση και τον εξοστρακισμό των γυναικών – στόχων του.
Όχι δεν είναι υπερβολή όταν αποκαλούμε αυτό που γίνεται στην Ελλάδα τις τελευταίες μέρες και προεκτείνεται και στην Κύπρο ‘κυνήγι μαγισσών.’ Όπως και το κυνήγι μαγισσών στο μεσαίωνα, έτσι και η σύγχρονη εκδοχή του συμπεριλαμβάνει «έρευνες» και «επιχειρήσεις» εναντίων γυναικών, οι οποίες θεωρούνται «απειλή για το δημόσιο συμφέρον», επιστρατεύοντας μέσα όπως η καλλιέργεια γενικού κλίματος πανικού και μαζικής φοβίας μέσα από παραπλανητικά και παραμορφωμένα «στοιχεία». 
Η ρητορική γύρω από το κυνήγι μαγισσών παραμένει η ίδια. Οι δικαστές σε υποθέσεις μαγισσών στο μεσαίωνα διακήρυσσαν ότι οι μάγισσες είναι όργανα του διαβόλου λόγω της «επιρρέπειάς» τους στις σαρκικές απολαύσεις (ως γυναίκες). Παρομοίως, ο υπουργός υγείας του ελληνικού κράτους ανδρέας λοβέρδος δήλωνε πριν τέσσερις περίπου μήνες ότι η μετάδοση του ιού HIV «γίνεται από την παράνομη μετανάστρια στον Έλληνα πελάτη, στην ελληνική οικογένεια … εγείρεται θέμα δημόσιας υγείας … Να φύγουν από τη χώρα οι γυναίκες φορείς!». Το κυνήγι μαγισσών προϋποθέτει την αναπαραγωγή του μύθου της «ανήθικης, πονηρής γυναίκας» που μέσω του σεξ μολύνει τους «αθώους» άντρες. Και επειδή αυτό το μύθο είναι σημαντικό να τον πιστέψουν και οι γυναίκες, οι πελάτες προβάλλονται ως «ανυποψίαστοι οικογενειάρχες» που λόγω αφέλειας παγιδεύονται στα δίχτυα της «ανήθικης γυναίκας,» η οποία με δόλια τεχνάσματα αρρωσταίνει τους «καθωσπρέπει οικογενειάρχες» προσβάλλοντας έτσι την «ελληνική οικογένεια». Με αυτό τον τρόπο, η «ανήθικη γυναίκα» κατασκευάζεται ως η «άλλη», η οποία αποτελεί απειλή και για τη «γυναίκα σύζυγο» (ακόμη ένα στερεότυπο). Η «άλλη» είναι ο αντίποδας της «συζύγου». Είναι νεαρή, με ελεύθερη σεξουαλικότητα, μετανάστρια και «άρρωστη». Για την κατασκευή όμως αυτού του μαζικού πανικού, απαραίτητη προϋπόθεση είναι και η κατασκευή μιας δαιμονικής αρρώστιας. Έτσι, όχι και τόσο τυχαία, το HIV (το οποίο δεν είναι ασθένεια, αλλά ιός και με τα σωστά μέτρα δεν εξελίσσεται ποτέ σε ασθένεια) συγχέεται με το AIDS. Μετά και τις πρόσφατες συλλήψεις και διαπόμπευση γυναικών εργατριών στη βιομηχανία του σεξ που βρέθηκαν να είναι οροθετικές, ο λοβέρδος δηλώνει ότι «είχ[ε] προειδοποιήσει στους πιο υψηλούς τόνους ότι το AIDS αυξάνεται δραματικά στη χώρα μας και ότι ένα μέρος του προβλήματος προκύπτει από τη λαθρομετανάστευση και την αδήλωτη πορνεία» και ότι «στην περίπτωση των μολυσμένων ιερόδουλων που εν γνώση τους συνεχίζουν να εργάζονται, παρατηρείται απαξία της δημόσιας υγείας». Ο λοβέρδος μιλά για το HIV/ AIDS ως «μία απασφαλισμένη υγειονομική βόμβα η οποία έχει ξεφύγει από τα γκέτο των αλλοδαπών» και απειλεί την «ελληνική οικογένεια». Πιο πριν μιλούσε για μιαν άλλη «απασφαλισμένη υγειονομική βόμβα», εκείνη των μεταναστ@ χωρίς χαρτιά, την οποία «εξουδετέρωσε» θριαμβευτικά με επιχειρήσεις της αστυνομίας σε χώρους που συχνάζουν μετανάστ@, ακόμα και σε καταλύματα. Αστυνομικές επιχειρήσεις, οι οποίες συνοδεύονταν από τα συνεργεία των μμε που τις κατέγραφαν λεπτομερώς και με δόση ηδονοβλεψίας. Μετά από αυτές τις «επιτυχημένες επιχειρήσεις,» ο λοβέρδος θυμήθηκε τη «βόμβα» που αποτελείται από εργάτριες στη βιομηχανία του σεξ που είναι οροθετικές στο HIV/ AIDS. Ξανά αστυνομικές επιχειρήσεις, συλλήψεις, κρατήσεις, διαπόμπευση και καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Κάπως, ή μάλλον ακριβώς έτσι κατασκευάζονται ομαδικές φοβίες για «κίνδυνο της δημόσιας υγείας», έναν κίνδυνο που έχει (για μία ακόμη φορά) εθνοτική καταγωγή, χρώμα δέρματος, φύλο, μεταναστευτικό υπόβαθρο και κοινωνική και οικονομική τάξη. 
Παράλληλα, ο δήμαρχος Αθηνών γεώργιος καμίνης καλεί για αναγκαστικούς έλεγχους για HIV/AIDS σε όσα άτομα θεωρούνται «υψηλού κινδύνου» και δεν επιθυμούν να εξεταστούν και επαναφέρει την πρότασή του για «χαλάρωση και τροποποιήσεις στο νομικό πλαίσιο για τη λειτουργία των οίκων ανοχής». Ο «προοδευτικός» καμίνης, ο οποίος υπήρξε στη θέση του Συνηγόρου του Πολίτη και ο οποίος ως δήμαρχος της Αθήνας έθεσε πέρυσι υπό την αιγίδα του το Pride στην Αθήνα, είναι ένας από τους πρώτους που συντέλεσε και συντελεί στη διάδοση του ομαδικού πανικού περί «υγειονομικών κινδύνων» στοχοποιώντας μετανάστ@, άστεγ@ και εργάτριες στη βιομηχανία του σεξ. Αυτός που πριν μερικούς μήνες συντόνιζε «επιχειρήσεις» εναντίων των αστέγων στο κέντρο της Αθήνας, εκδιώχνοντάς τ@ς από εγκαταστάσεις του δήμου και αφαιρώντας τα παγκάκια, στα οποία έβρισκαν προσωρινό καταφύγιο, επιτίθεται και στις εργάτριες της βιομηχανίας του σεξ, ζητώντας μάλιστα πιο χαλαρό νομικό πλαίσιο σε σχέση με τη λειτουργία «οίκων ανοχής,» φροντίζοντας βασικά την κάλυψη και τη στήριξη όσων τις εκμεταλλεύονται. Την ίδια ώρα καλεί για αναγκαστικούς ελέγχους για HIV/ AIDS αφαιρώντας ουσιαστικά κάθε έννοια ανθρώπινου δικαιώματος.
Ο χρυσοχοΐδης, υπουργός προστασίας του πολίτη, διερωτάται «ποια είναι η ευθύνη ενός ανήλικου που πηγαίνει για την πρώτη του “εμπειρία” με ένα από αυτά τα κορίτσια; Τι θα πούμε στην οικογένειά του; Ότι φταίει και πρέπει να πληρώσει γι’ αυτό;» Ξεδιάντροπα δηλαδή, ο χρυσοχοΐδης ουσιαστικά δικαιολογεί και προάγει τη σεξουαλική παρενόχληση ανηλίκων. Γιατί για τι άλλο πρόκειται πέρα από σεξουαλική παρενόχληση ανηλίκου, όταν ένα ανήλικο αγόρι, συνήθως με τη συνοδεία του πατέρα του ή κάποιου άλλου ενήλικου άντρα συγγενή του και έπειτα από πιέσεις από την οικογένειά του, αγοράζει σεξουαλικές υπηρεσίες για να έχει την πρώτη του σεξουαλική εμπειρία? Την ίδια στιγμή βέβαια, ο χρυσοχοΐδης φαίνεται να «ξεχνά» ότι η νεαρότερη από τις γυναίκες που συνελήφθηκαν, διώκονται και διαπομπεύτηκαν είναι μόλις 18 ετών. 
Μετά τις συλλήψεις και την καταρράκωση της αξιοπρέπειας των γυναικών εργατριών στη βιομηχανία του σεξ που βρέθηκαν να είναι οροθετικές στον ιό HIV και παρά τη σχετική δημόσια κατακραυγή εναντίων του ελληνικού κράτους τόσο από ελληνικές όσο και από διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το εν λόγω κυνήγι μαγισσών συνεχίστηκε τουλάχιστο μέχρι την ημέρα των εκλογών, αφού, όπως ενημερωνόμασταν από τα ΜΜΕ, οι επιχειρήσεις της αστυνομίας αλλά και οι έλεγχοι του ΚΕΕΛΠΝΟ συνεχίζονταν σε «οίκους ανοχής, υπαίθριους χώρους με εκδιδόμενα άτομα και καταλύματα μεταναστών».
Τι βολικό, αλήθεια, που οι “υγειονομικές βόμβες” απασφαλίστηκαν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου! Με αυτό τον τρόπο, η κυβέρνηση του πασόκ εντυπωσίασε (ή τουλάχιστο αυτό επεδίωξε) με τις «υπερδυνάμεις» της στην «πάταξη του εγκλήματος» και την προστασία του Έλληνα πολίτη και της ελληνικής οικογένειας. Έβγαλε και φωτογραφίες στη δημοσιότητα ως απόδειξη των «υπερδυνάμεών» της. Για να το πετύχει βέβαια αυτό, κατασκεύασε ένα πανικό βασισμένο σε “υγειονομικούς κινδύνους,” πείθοντας τ@ πολίτες ότι όλ@ κινδυνεύουν από αυτούς και προσφέροντάς στ@ς φοβισμέν@ς πια πολίτ@ς τα κεφάλια (και όχι μόνο) των μαγισσών σερβιρισμένα σε πιατέλα, μέσα από οθόνες τηλεοράσεων και γυαλιστερά εξώφυλλα. Το πασόκ αποφάσισε με άλλα λόγια να προσεγγίσει κοινωνικά ζητήματα με τον πλέον φασιστικό τρόπο: δαιμονοποιώντας ομάδες ατόμων και σύνδρομα της υγείας, αναπαράγοντας φοβίες και προκαλώντας μαζικό πανικό, προωθώντας το ρατσισμό, το μισογυνισμό και τις διακρίσεις ενάντια στις εργάτριες του σεξ και τα άτομα με HIV/ AIDS, συντηρώντας κι ενισχύοντας τις διακρίσεις με βάση την τάξη. Συνέταιροι (γιατί για συνεταιρισμό πρόκειται) της κυβέρνησης του πασόκ σε αυτές τις επιθέσεις (οι οποίες έπληξαν και πλήττουν τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα) ήταν για μία ακόμα φορά τα μμε, τα οποία, στην πλειοψηφία τους, με προθυμία αναπαρήγαγαν τις φωτογραφίες και τα στοιχεία γυναικών που θεωρήθηκαν «επικίνδυνες» και μετέδιδαν με ηδονοβλεπτική ευχαρίστηση εικόνες από τις αστυνομικές «επιχειρήσεις» εναντίων μεταναστ@ν και γυναικών. Με αυτό τον τρόπο η κυβέρνηση του πασόκ διάλεξε να κορυφώσει την προεκλογική της εκστρατεία λίγες μόνο ημέρες πριν από τις εκλογές, απευθυνόμενη στ@ έλλην@ ψηφοφόρ@ς, οι οποί@ είχαν δείξει από πριν τη δυσφορία και τον αποτροπιασμό τους προς τα εγκλήματα της εν λόγω κυβέρνησης εναντίων τους, αλλά πολλ@ από αυτ@ς με ευχαρίστηση κατανάλωσαν, αποδέχτηκαν κι ενίσχυσαν τις εν λόγω κανιβαλιστικές ενέργειες εναντίων άλλων συνανθρώπων τους. 
Η κυβέρνηση του πασόκ είχε βέβαια να ανταγωνιστεί προεκλογικά τον κανιβαλισμό της ακροδεξιάς, ο οποίος εκφράστηκε μέσα από υποσχέσεις για εξάλειψη όλ@ν των μεταναστ@ν από τη χώρα και πάταξη της «εγκληματικότητας». Και το πασόκ, το οποίο με άλλου είδους ρητορική έβγαινε προς τα έξω κατά τη διάρκεια της «χρυσής του εποχής» (με πάρα πολλά εισαγωγικά, ναι), αντί να αντισταθεί τουλάχιστο στον εκφασισμό της προεκλογικής πορείας και να αρθρώσει ένα άλλο λόγο, μακριά από ακροδεξιά και φασιστικά προτάγματα, μπήκε κι αυτό, όπως και η νέα δημοκρατία, στο προεκλογικό «παιχνίδι» του εκφασισμού της κοινωνίας. Ένα «παιχνίδι», το οποίο σχεδιάστηκε και κατευθύνθηκε από την ακροδεξιά, η οποία καθόρισε και τους όρους του, και το οποίο πήρε τέτοιες διαστάσεις που έγινε τελικά πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ξεχωρίσεις τους παίχτες του. Ίσως πλέον το μόνο διαφοροποιητικό στοιχείο ανάμεσά τους να είναι απλά η αμφίεσή τους, αφού το βασικό διακριτικό χαρακτηριστικό μεταξύ χρυσής αυγής και πασόκ/ νδ είναι ότι η χρυσαυγίτες φορούν στρατιωτικού τύπου στολές, ενώ οι υπόλοιπ@ κουστούμια ή και πιο κάζιουαλ ενδυμασίες.
Η όλη κατάσταση καταδεικνύει ότι η ακροδεξιά είναι επικίνδυνη όχι μόνο μέσα από την αύξηση των ποσοστών της, αλλά, κυριότερα ίσως, μέσα από τις πιέσεις που ασκεί στα υπόλοιπα κόμματα – και όχι μόνο της δεξιάς – διαμορφώνοντας δυστυχώς το πολιτικό, αλλά και το κοινωνικό σκηνικό. Πλέον, η αξιολόγηση ότι ο σωστός χειρισμός των ακροδεξιών και φασιστικών τάσεων είναι η περιφρόνησή τους, αποδεικνύεται τουλάχιστο άστοχη έως και επικίνδυνη. Ακόμα, τα αποτελέσματα των εκλογών της Κυριακής στην Ελλάδα με την πρωτοφανή αύξηση των ποσοστών της χρυσής αυγής, ιδιαίτερα μάλιστα ανάμεσα σε νεαρ@ ψηφοφόρ@, η οποία πήρε 21 ολόκληρες βουλευτικές έδρες, καταδεικνύουν ότι οι ακροδεξιές και φασιστικές τάσεις είναι αποτέλεσμα της συστημικής πλύσης εγκεφάλου που ξεκινά από τα σχολεία, τα οποία συνεχίζουν να καλλιεργούν τον εθνικισμό και τη μισαλλοδοξία εκκολάπτοντας το φασισμό. Την πλύση εγκεφάλου συνεχίζουν τα μμε, τα οποία προβάλλουν ακατάπαυστα ρατσιστικές, σεξιστικές και κάθε είδους φοβικές και στερεοτυπικές αντιλήψεις. Σε τέτοιες κοινωνίες, όπου τα σχολεία προετοιμάζουν στρατιωτάκια και όχι κριτικά σκεπτόμενα άτομα, όπου κάθε είδους ανθρώπινης αξιοπρέπειας αποτελεί βορρά μέσα από τηλεοπτικούς δέκτες και ιλλουστρασιόν εξώφυλλα και όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα καταπατούνται συστηματικά από το κράτος και τους συνεργούς του, ακόμα και υπό «σοσιαλιστική» κυβέρνηση, δεν είναι να απορούμε με το θράσος του μιχαλολιάκου να απαιτεί «προσοχή» από τ@ς δημοσιογράφ@ς και από την κοινωνία την ίδια. Το να παριστάνουμε τ@ς «έκπληκτ@ς» και τ@ς «σοκκαρισμέν@ς» υπό αυτές τις συνθήκες αποτελεί τουλάχιστον υποκρισία ή αφέλεια εγκληματικού βαθμού.
Δυστυχώς, το κοινωνικοπολιτικό κλίμα στην Ελλάδα δεν αφήνει ανεπηρέαστη την Κύπρο, η οποία έχει συνηθίσει στην εισαγωγή εθνικισμού, φοβιών, νοοτροπιών και τακτικών από την Ελλάδα. Άλλωστε, η ίδια η χρυσή αυγή μέσω του αρχηγού της, νίκου μιχαλολιάκου, έχει καταστήσει ξεκάθαρες τις επεκτατικές της βλέψεις στην Κύπρο, αφού με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εκλογών, ο μιχαλολιάκος ανακοίνωσε ότι η χρυσή αυγή «αγωνίζεται για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα». Κάποι@ ακούγοντάς τον διερωτήθηκαν εάν μας «ρώτησε αν επιθυμούμε κάτι τέτοιο». Φυσικά και όχι. Ο διάλογος άλλωστε δεν είναι από τα δυνατά σημεία της εν λόγω παράταξης…
Το ελάμ (η ντόπια χρυσή αυγή) έσπευσε να χαιρετήσει τα εκλογικά αποτελέσματα της χρυσής αυγής, καθώς και τις δηλώσεις του μιχαλολιάκου. Οργανωτικό στέλεχός τους μάλιστα δήλωσε σήμερα σε τηλεοπτική εκπομπή ότι «δικαιώθη[καν] με τη νίκη της χρυσής αυγής» και απειλώντας ότι «εν να δ[ούμε]…» 
Παράλληλα, το κλίμα πανικού για «υγειονομικό κίνδυνο» από τις μετανάστριες εργάτριες του σεξ επεκτάθηκε ή μάλλον αναζωπυρώθηκε και στην Κύπρο, αφού ‎η κυπριακή αστυνομία έχει ανακοινώσει ότι “τα κρούσματα AIDS μεταξύ ιερόδουλων, που καταγράφηκαν στην Ελλάδα, και σήμαναν συναγερμό μεταξύ του ανδρικού πληθυσμού, έχουν θέσει σε κινητοποίηση και τις αστυνομικές αρχές στην Κύπρο. Με αυξημένες περιπολίες, αλλά και εφόδους, σε στέκια όπου το τελευταίο διάστημα ανθεί ο αγοραίος έρωτας, θα προσπαθήσει η αστυνομία να βάλει τέλος στην παρανομία αλλοδαπών, οι οποίες ψαρεύουν ανυποψίαστους πελάτες στο δρόμο χωρίς οι ίδιες να έχουν περάσει από τους απαραίτητους ιατρικούς ελέγχους. Τα κρούσματα AIDS μεταξύ ιερόδουλων, που ανακάλυψε η Ελληνική Αστυνομία, και οδήγησαν έως και δύο χιλιάδες άνδρες να ζητούν βοήθεια, έχουν κινητοποιήσει και την Κυπριακή Αστυνομία.” Εν “ανυποψίαστοι” οι φτωσσιοί… σαν περπατούν αμέριμνα στους δρόμους, επιτίθενταί τους οι “αλλοδαπές” [sic] τζιαι βιάζουν τους! Σε άλλο δημοσίευμα ενημερωνόμαστε ότι «δραστικά μέτρα προανήγγειλε ο εκπρόσωπος Τύπου της Αστυνομίας Ανδρέας Αγγελίδης: “Εντατικοποιούνται οι έλεγχοι σε όλες τις επαρχίες και εκεί που παρατηρούνται περιπτώσεις ότι πρόσωπα επιδίδονται στην πορνεία γίνονται έλεγχοι. Το περασμένο Σάββατο στην Λάρνακα συνελήφθησαν τρία πρόσωπα και στη Λεμεσό εντοπίστηκαν επτά αλλοδαπές.” Στο μικροσκόπιο της αστυνομίας αναμένεται ότι θα μπουν και οι οίκοι ανοχής, αν και δεν έχουν γίνει μέχρι στιγμής καταγγελίες στην Αστυνομία, για γυναίκες οι οποίες ίσως να είναι φορείς του AIDS.» Προληπτικά λοιπόν, η κυπριακή αστυνομία αποφάσισε, ακολουθώντας το παράδειγμα της Ελλάδας, να στοχοποιήσει (για μία ακόμα φορά) τις μετανάστριες και ιδιαίτερα όσες εργάζονται στη βιομηχανία του σεξ, διώκοντάς τις χωρίς στοιχεία κι εξαγγέλλοντας μάλιστα αυτούς τους διωγμούς και την έλλειψη στοιχείων στα οποία αυτοί βασίζονται.
Ακόμα, προς τέρψη του φιλοθεάμονος κοινού, για μιαν ακόμα φορά, τα τοπικά μμε προέβαλαν την είδηση του διωγμού γυναικών από το ελληνικό κράτος αναπαράγοντας τον καθεστωτικό λόγο. To ρικ μάλιστα πρόβαλε και τις φωτογραφίες των διωκόμενων γυναικών. Με ποια δικαιολογία άραγε? Μήπως για την προστασία των Κύπριων αντρών που κάνουν σεξοτουρισμό στην Αθήνα? 
Το αποκορύφωμα ήταν όταν μια «μη κυβερνητική οργάνωση» που λέει ότι ασχολείται με τα δικαιώματα των φορέων HIV/ AIDS εξέδωσε ανακοίνωση τύπου με την οποία «Η πρόεδρος του ΚΥΦΑ […] [σ]ημείωσε, επίσης, ότι κάθε βδομάδα εντοπίζονται αγγελίες σε κάποιες εφημερίδες από αλλοδαπές που προσφέρουν υπηρεσίες σεξ έναντι αμοιβής, οι οποίες ουδέποτε ελέγχθηκαν για να διαπιστωθεί κατά πόσον φέρουν οποιαδήποτε μολυσματική ασθένεια, συμπεριλαμβανομένου και του AIDS.» Η εν λόγω οργάνωση μου ήταν άγνωστη μέχρι και αυτή την ανακοίνωση. Μια γρήγορη αναζήτηση με έβγαλε στην ιστοσελίδα της, όπου αναφέρεται ότι επίτιμη πρόεδρός της είναι, “surprise, surprise,” η Φωτεινή Παπαδοπούλου και ότι η οργάνωση στεγάζεται στις εγκαταστάσεις του παλαιού νοσοκομείου Λεμεσού, οι οποίες της παραχωρήθηκαν με δωρεά από το υπουργείο υγείας… Έχουμε πήξει στις «φιλανθρωπικές» οργανώσεις που, στην καλύτερη περίπτωση, αναλαμβάνουν το «βρώμικο» κομμάτι της δουλειάς του κράτους (αυτό που το κράτος θα έπρεπε να κάνει, αλλά δεν είναι διατεθειμένο να κάνει) κι ανταμείβονται πλουσιοπάροχα με δωρεές όπως οι εγκαταστάσεις του παλαιού γενικού νοσοκομείου Λεμεσού (!), αφού το έργο τους δεν ξεπερνά τα όρια της «φιλανθρωπίας» μέσα από τσάγια κυριών κι αναπαραγωγή του κυρίαρχου λόγου, δημιουργώντας κι αναπαράγοντας φανταστικούς «εχθρούς» για αποπροσανατολισμό της δημόσιας γνώμης. Αντιθέτως, μη κυβερνητικές οργανώσεις στην Ελλάδα, όπως το Κέντρο Ζωής και η Θετική Φωνή αποχώρησαν από την Επιτροπή Κοινωνικού Διαλόγου για το AIDS μετά από τους διωγμούς και τον εξευτελισμό γυναικών εργατριών στη βιομηχανία του σεξ και οροθετικών στον ιό HIV/ AIDS.
Κάτι μου λέει ότι έχουμε να ζήσουμε πολλά κυνήγια μαγισσών ακόμα…

“One Is Not Born a Woman”

by Monique Wittig
A materialist feminist approach to women’s oppression destroys the idea that women are a “natural group”: “a racial group of a special kind, a group perceived as natural, a group of men considered as materially specific in their bodies.” What the analysis accomplishes on the level of ideas, practice makes actual at the level of facts: by its very existence, lesbian society destroys the artificial (social) fact constituting women as a “natural group.” A lesbian society pragmatically reveals that the division from men of which women have been the object is a political one and shows that we have been ideologically rebuilt into a “natural group.” In the case of women, ideology goes far since our bodies as well as our minds are the product of this manipulation. We have been compelled in our bodies and in our minds to correspond, feature by feature, with the idea of nature that has been established for us. Distorted to such an extent that our deformed body is what they call “natural,” what is supposed to exist as such before oppression. Distorted to such an extent that in the end oppression seems to be a consequence of this “nature” within ourselves (a nature which is only an idea). What a materialist analysis does by reasoning, a lesbian society accomplishes practically: not only is there no natural group “women” (we lesbians are living proof of it), but as individuals as well we question “woman,” which for us, as for Simone de Beauvoir, is only a myth. She said: “one is not born, but becomes a woman. No biological, psychological, or economic fate determines the figure that the human female presents in society: it is civilization as a whole that produces this creature, intermediate between male and eunuch, which is described as feminine.”
However, most of the feminists and lesbian-feminists in America and elsewhere still believe that the basis of women’s oppression is biological as well as historical. Some of them even claim to find their sources in Simone de Beauvoir. The belief in mother right and in a “prehistory” when women create civilization (because of a biological predisposition) while the coarse and brutal men hunted (because of a biological predisposition) is symmetrical with the biologizing interpretation of history produced up to now by the class of men. It is still the same method of finding in women and men a biological explanation of their division, outside of social facts. For me this could never constitute a lesbian approach to women’s oppression, since it assumes that the basis of society or the beginning of society lies in heterosexuality. Matriarchy is no less heterosexual than patriarchy: it is only the sex of the oppressor that changes. Furthermore, not only is this conception still imprisoned in the categories of sex (woman and man), but it holds onto the idea that the capacity to give birth (biology) is what defines a woman. Although practical facts and ways of living contradict this theory in lesbian society, there are lesbians who affirm that “women and men are different species or races (the words are used interchangeably): men are biologically inferior to women; male violence is a biological inevitability…” By doing this, by admitting that there is a “natural” division between women and men, we naturalize history, we assume that “men” and “women” have always existed and will always exist. Not only do we naturalize history, but also consequently we naturalize the social phenomena which express our oppression, making change impossible. For example, instead of seeing giving birth as a forced production, we see it as a “natural,” “biological” process, forgetting that in our societies births are planned (demography), forgetting that we ourselves are programmed to produce children, while this is the only social activity “short of war” that presents such a great danger of death. Thus, as long as we will be “unable to abandon by will or impulse a lifelong and centuries-old commitment to childbearing as the female creative act,” gaining control of the production of children will mean much more than the mere control of the material means of this production: women will have to abstract themselves from the definition “woman” which is imposed upon them.
A materialist feminist approach shows that what we take for the cause or origin of oppression is in fact only the mark imposed by the oppressor: the “myth of woman,” plus its material effects and manifestations in the appropriated consciousness and bodies of women. Thus, this mark does not predate oppression: Colette Guillaumin has shown that before the socioeconomic reality of black slavery, the concept of race did not exist, at least not in its modern meaning, since it was applied to the lineage of families. However, now, race, exactly like sex, is taken as an “immediate given,” a “sensible given,” “physical features,” belonging to a natural order. But what we believe to be a physical and direct perception is only a sophisticated and mythic construction, an “imaginary formation,” which reinterprets physical features (in themselves as neutral as any others but marked by the social system) through the network of relationships in which they are perceived. (They are seen as black therefore they are black; they are seen as women, therefore, they are women. But before being seen that way, they first had to be made that way.) Lesbians should always remember and acknowledge how “unnatural,” compelling, totally oppressive, and destructive being “woman” was for us in the old days before the women’s liberation movement. It was a political constraint, and those who resisted it were accused of not being “real” women. But then we were proud of it, since in the accusation there was already something like a shadow of victory: the avowal by the oppressor that “woman” is not something that goes without saying, since to be one, one has to be a “real” one. We were at the same time accused of wanting to be men. Today this double accusation has been taken up again with enthusiasm in the context of the women’s liberation movement by some feminists and also, alas, by some lesbians whose political goal seems somehow to be becoming more and more “feminine.” To refuse to be a woman, however, does not mean that one has to become a man. Besides, if we take as an example the perfect “butch,” the classic example which provokes the most horror, whom Proust would have called a woman/ man, how is her alienation different from that of someone who wants to became a woman? Tweedledum and Tweedledee. At least for a woman, wanting to become a man proves that she has escaped her initial programming. But even if she would like to, with all her strength, she cannot become a man. For becoming a man would demand from a woman not only a man’s external appearance but his consciousness as well, that is, the consciousness of one who disposes by right of at least two “natural” slaves during his life span. This is impossible, and one feature of lesbian oppression consists precisely of making women out of reach for us, since women belong to men. Thus a lesbian has to be something else, a not-woman, a not-man, a product of society, not a product of nature, for there is no nature in society.
The refusal to become (or to remain) heterosexual always meant to refuse to become a man or a woman, consciously or not. For a lesbian this goes further than the refusal of the role “woman.” It is the refusal of the economic, ideological, and political power of a man. This, we lesbians, and nonlesbians as well, knew before the beginning of the lesbian and feminist movement. However, as Andrea Dworkin emphasizes, many lesbians recently “have increasingly tried to transform the very ideology that has enslaved us into a dynamic, religious, psychologically compelling celebration of female biological potential.” Thus, some avenues of the feminist and lesbian movement lead us back to the myth of woman which was created by men especially for us, and with it we sink back into a natural group. Having stood up to fight for a sexless society, we now find ourselves entrapped in the familiar deadlock of “woman is wonderful.” Simone de Beauvoir underlined particularly the false consciousness which consists of selecting among the features of the myth (that women are different form men) those which look good and using them as a definition for women. What the concept “woman is wonderful” accomplishes is that it retains for defining women the best features (best according to whom?) which oppression has granted us, and it does not radically question the categories “man” and “woman,” which are political categories and not natural givens. It puts us in a position of fighting within the class “women” not as the other classes do, for the disappearance of our class, but for the defense of “woman” and its reinforcement. It leads us to develop with complacency “new” theories about our specificity: thus, we call our passivity “nonviolence,” when the main and emergent point for us is to fight our passivity (our fear, rather, a justified one). The ambiguity of the term “feminist” sums up the whole situation. What does “feminist” mean? Feminist is formed with the word “femme,” “woman,” and means: someone who fights for women. For many of us it means someone who fights for women as a class and for the disappearance of this class. For many others it means someone who fights for woman and her defense– for the myth, then, and its reinforcement. But why was the word “feminist” chosen if it retains the least ambiguity? We chose to call ourselves “feminists” ten years ago, not in order to support or reinforce the myth of woman, nor to identify ourselves with the oppressor’s definition of us, but rather to affirm that our movement had a history and to emphasize the political link with the old feminist movement.
It is, then, this movement that we can put in question for the meaning that it gave to feminism. It so happens that feminism in the last century could never resolve its contradictions on the subject of nature/ culture, woman/ society. Women started to fight for themselves as a group and rightly considered that they shared common features as a result of oppression. But for them these features were natural and biological rather than social. They went so far as to adopt the Darwinist theory of evolution. They did not believe like Darwin, however, “that women were less evolved than men, but they did believe that male and female natures had diverged in the course of evolutionary development and that society at large reflected this polarization.” The failure of early feminism was that it only attacked the Darwinist charge of female inferiority, while accepting the foundations of this charge–namely, the view of woman as “unique.” And finally it was women scholars–and not feminists– who scientifically destroyed this theory. But the early feminists had failed to regard history as a dynamic process which develops from conflicts of interests. Furthermore, they still believed as men do that the cause (origin) of their oppression lay within themselves. And therefore after some astonishing victories the feminists of this first front found themselves at an impasse out of a lack of reasons to fight. They upheld the illogical principle of “equality in difference,” an idea now being born again. They fell back into the trap which threatens us once again; the myth of woman.
Thus it is our historical task, and only ours, to define what we call oppression in materialist terms, to make it evident that women are a class, which is to say that the category “woman” as well as the category “man” are political and economic categories not eternal ones. Our fight aims to suppress men as a class, not through a genocidal, but a political struggle. Once the class “men” disappears, “women” as a class will disappear as well, for there are no slaves without masters. Our first task, it seems, is to always thoroughly dissociate “women”(the class within which we fight) and “woman,” the myth. For “woman” does not exist for us: it is only an imaginary formation, while “women” is the product of a social relationship. We felt this strongly when everywhere we refused to be called a “woman’s liberation movement.” Furthermore, we have to destroy the myth inside and outside ourselves. “Woman” is not each one of us, but the political and ideological formation which negates “women” (the product of a relation of exploitation). “Woman” is there to confuse us, to hide the reality “women.” In order to be aware of being a class and to become a class we first have to kill the myth of “woman” including its most seductive aspects (I think about Virginia Woolf when she said the first task of a woman writer is to kill “the angel in the house”). But to become a class we do not have to suppress our individual selves, and since no individual can be reduced to her/his oppression we are also confronted with the historical necessity of constituting ourselves as the individual subjects of our history as well. I believe this is the reason why all these attempts at “new” definitions of woman are blossoming now. What is at stake (and of course not only for women) is an individual definition as well as a class definition. For once one has acknowledged oppression, one needs to know and experience the fact that one can constitute oneself as a subject (as opposed to as object of oppression), that one can become someone in spite of oppression, that one has one’s own identity. There is no possible fight for someone deprived of an identity, no internal motivation for fighting, since, although I can fight only with others, first I fight for myself.