(συνέχεια)
Η Κοκκινοσκουφίτσα επέστρεψε λοιπόν στην εργασία της. Μια νύχτα ο εργοδότης της την απέλυσε με συνοπτικές διαδικασίες, αφού όπως της εξήγησε, η οικονομική κρίση δεν του επέτρεπε να συνεχίσει τις επαγγελματικές του δραστηριότητες και αποφάσισε να κλείσει το μπαρ. Η Κοκκινοσκουφίτσα αποτάθηκε στον «ιμπρεσάριό» της για να της βρει καινούρια δουλειά. Εκείνος την ενημέρωσε ότι για 2-3 μήνες θα εργαζόταν σε διάφορα μπαρ μέχρι να επιλέξει ποιο της αρέσει καλύτερα για να διευθετήσει συμβόλαιο απασχόλησης. Της εξήγησε πως αυτή ήταν μια «μοναδική ευκαιρία» κι εκείνη ιδιαίτερα «προνομιούχα» που της δινόταν αυτή η ευκαιρία κι αυτό γιατί ήταν ξεχωριστή κι εκείνος της είχε αδυναμία. Εκείνο που δεν της εξήγησε ήταν ότι για αυτό το διάστημα θα εργαζόταν χωρίς χαρτιά και χωρίς πληρωμή. Η Κοκκινοσκουφίτσα το κατάλαβε αυτό στην πορεία, αλλά το αποδέχτηκε, νομίζοντας πως επένδυε έτσι μακροχρόνια σε μια σταθερή και ίσως ανθρώπινη εργασία.
Αφού εργάστηκε σε περισσότερα από δέκα μπαρ, η Κοκκινοσκουφίτσα τελικά αποδέχτηκε την «προσφορά» του ιμπρεσάριού της, ο οποίος της είπε ότι ένας φίλος του ενδιαφερόταν να την απασχολήσει στο μπαρ του στην επαρχία. Δεν υπήρχε χρόνος για να εξετάσει τις συνθήκες εργασίας και να αποφασίσει αν ήθελε να εργαστεί εκεί. Είχε μία μόνο συνάντηση με το νέο της εργοδότη, τον Πάμπο, και τη γκόμενά του, τη Μαρία, η οποία καταγόταν από κάπου κοντά στο δάσος από το οποίο καταγόταν και η Κοκκινοσκουφίτσα και που τη διαβεβαίωσαν ότι θα εργαζόταν ως μπάργουμαν και θα αμειβόταν «ικανοποιητικά». Έτσι, τελικά, η Κοκκινοσκουφίτσα δεν επέλεξε που θα εργαζόταν, αλλά ένιωσε τυχερή που κάποιος ενδιαφερόταν να την εργοδοτήσει σε μόνιμη βάση, αφού οι καιροί ήταν δύσκολοι στην Κύπρο εκείνη την περίοδο. Οι καιροί ήταν πάντα δύσκολοι για την Κοκκινοσκουφίτσα, βέβαια, αλλά αυτό ήταν «άλλο» θέμα… Ένιωσε επίσης τυχερή που θα υπήρχε μια άλλη γυναίκα με την οποία να συνεννοούνται στη γλώσσα τους και η οποία θα την καταλάβαινε. Και ίσως αυτή τη φορά να ήταν διαφορετικά.
Ο ιμπρεσάριος εξήγησε στην Κοκκινοσκουφίτσα ότι προκειμένου να μπορεί να εργαστεί νόμιμα στη νέα της δουλειά έπρεπε να επιστρέψει στο δάσος και ότι εκείνος με το νέο της εργοδότη θα διευθετούσαν τα χαρτιά της για να έλθει ξανά στην Κύπρο. Η Κοκκινοσκουφίτσα πλήρωσε το εισιτήριο της επιστροφής και μετά από μερικές εβδομάδες, έλαβε τα καινούρια της έγγραφα και ένα εισιτήριο για την Κύπρο.
[youtube]http://youtu.be/ltsI_biTVN4[/youtube]
Ερχόμενη στην Κύπρο, η Κοκκινοσκουφίτσα άρχισε αμέσως δουλειά. Όχι πίσω από το μπαρ, όπως έλεγε το συμβόλαιο απασχόλησής της, αλλά στη «βιτρίνα» του μαγαζιού. Οι πελάτες περνούσαν, την έβλεπαν, την «έκοβαν» και αν τους άρεσε, κανόνιζαν με τον Πάμπο να την «πάρουν» για 1-2 ώρες. Η Κοκκινοσκουφίτσα αρνήθηκε στις αρχές και επικαλέστηκε τους όρους εργασίας της, σύμφωνα με το συμβόλαιο απασχόλησής της. Ο Πάμπος χαχάνισε και έβαλε τη Μαρία να της εξηγήσει στη γλώσσα τους ότι τα συμβόλαια απασχόλησης δεν είναι παρά παλιόχαρτα και ότι αν δεν έκανε ότι της έλεγαν, θα κατέληγε με συνοπτικότατες διαδικασίες σε ένα αεροπλάνο με προορισμό το δάσος και ο ίδιος θα κανόνιζε να μην μπορούσε να επιστρέψει ποτέ ξανά στην Κύπρο, αφού είχε υψηλά ιστάμενους «φίλους». Η Κοκκινοσκουφίτσα έβλεπε τους αστυνομικούς και τους στρατιωτικούς με τα διακριτικά υψηλών βαθμιδών να επισκέπτονται σχεδόν καθενυχτινά τη μπυραρία, οπότε ήξερε πως δεν την έπαιρνε να παρακούσει. Και μετά από τόσα χρόνια εργασίας στη βιομηχανία, ήξερε πως αυτά ήταν τα δεδομένα. Ένιωσε ανόητη που ήλπιζε για κάτι διαφορετικό αυτή τη φορά.
Έτσι, η Κοκκινοσκουφίτσα αποδέχτηκε, χωρίς να έχει άλλη επιλογή, τους όρους του Πάμπου. Έμενε με άλλες τρεις γυναίκες που εργάζονταν επίσης στη μπυραρία σε ένα μικρό διαμέρισμα που άνηκε στον Πάμπο και ήταν πάνω από τη μπυραρία. Στο διαμέρισμα υπήρχε σύστημα παρακολούθησης και ο Πάμπος τις είχε προειδοποιήσει ότι τις παρακολουθεί συνέχεια και αν τολμούσαν να φύγουν χωρίς την άδειά του, ή, αν έπαιρναν άδεια και έλειπαν περισσότερο από 15 λεπτά, θα ειδοποιούσε αμέσως την αστυνομία και οι μπάτσοι θα τις αναζητούσαν και θα τις συλλαμβάνανε για απέλαση χωρίς δυνατότητα επιστροφής. Το διαβατήριο και όλα της τα έγγραφα τα κρατούσε ο Πάμπος. Επίσημο συμβόλαιο απασχόλησης δεν είδε ποτέ της. Λεφτά επίσης δεν είδε ποτέ της, αφού ο Πάμπος της είπε ότι θα εργαζόταν για τουλάχιστο τρεις μήνες χωρίς αμοιβή προκειμένου να αποπληρωθεί το «χρέος» της και το οποίο αφορούσε τα έξοδα που εκείνος έκανε για να «τη φέρει» στην Κύπρο και να διευθετήσει τα χαρτιά της.
Ένα πρωί η Μαρία ανακοίνωσε στην Κοκκινοσκουφίτσα ότι έπρεπε να επισκεφτεί ένα πελάτη στο γνωστό ξενοδοχείο. Η Κοκκινοσκουφίτσα αρνήθηκε και λογομάχησαν με τις γνωστές απειλές. Η Κοκκινοσκουφίτσα άρπαξε τη τσάντα της, έριξε μέσα τα ρούχα της και έφυγε. Πήγε κατευθείαν στην αστυνομία και κατήγγειλε τον Πάμπο. Τους είπε ότι «την πουλούσε», ότι κρατούσε όλα της τα έγγραφα, ότι δεν είδε ποτέ το συμβόλαιο απασχόλησής της, ότι ήταν περιορισμένη σε ένα δωμάτιο όλη μέρα, ότι δεν πληρώθηκε ποτέ μέσα σε τρεις μήνες σχεδόν που εργαζόταν εκεί. Οι μπάτσοι ειδοποίησαν την ειδική μονάδα της αστυνομίας για τέτοια θέματα. Η Κοκκινοσκουφίτσα περίμενε και ήλθε μια μπατσίνα, η οποία της είπε να της πει τα πάντα και τη διαβεβαίωσε ότι ήταν ασφαλής. Η μπατσίνα την πήρε σε ένα καταφύγιο, τη διαβεβαίωσε ξανά ότι ήταν πια ασφαλής και της είπε να μην ανησυχεί για τίποτα. Της υποσχέθηκε πως αν συνεργαζόταν με την αστυνομία, θα είχε άδεια να βρει άλλη εργασία και να μείνει στην Κύπρο για ακόμα κάποια χρόνια.
Η Κοκκινοσκουφίτσα ένιωσε για πρώτη φορά μετά από καιρό ότι ήταν ασφαλής. Και είπε όλα όσα γνώριζε για τον Πάμπο και για τις συνθήκες «εργασίας» της. Έμεινε στο καταφύγιο δεκαπέντε μέρες περίπου. Και ένα πρωί τη ξύπνησε η αστυνομία, της πέρασαν χειροπέδες και την οδήγησαν στις φυλακές. Της είπαν ότι αυτά που τους είπε δεν έγιναν πιστευτά, ότι οι μαρτυρίες της ήταν «αντιφατικές» (μπέρδευε κάποτε τις ημερομηνίες) και ότι τελικά η αστυνομία αποφάσισε ότι ο Πάμπος δεν είχε παραβιάσει κανένα νόμο. Αντίθετα, η ίδια «παραβίασε τους όρους απασχόλησής της» φεύγοντας από το μπαρ και άρα, κρίθηκε «παράνομη αλλοδαπή» και οδηγήθηκε στα κρατητήρια με σκοπό την απέλασή της. Τα «κρατητήρια» ήταν μια πτέρυγα των κεντρικών φυλακών. Οι δεσμοφύλακες ήταν γυναίκες που έβλεπαν την ίδια και τις άλλες κρατούμενες (όλες μετανάστριες) με αποστροφή και τους μιλούσαν υποτιμητικά. Οι συνθήκες των «κρατητηρίων» άθλιες με μια κουβέρτα και σανίδια στο κρεβάτι, ξηρά τροφή κάθε μέρα και φωνές από τις δεσμοφύλακες.
Η Κοκκινοσκουφίτσα τηλεφώνησε στον Άντρο, ο οποίος ήταν συχνός πελάτης στη μπυραρία και έδειχνε να τη συμπαθεί. Του είπε που βρισκόταν και ήλθε και της έφερε τσιγάρα. Της είπε να μη φοβάται και ότι έχει κι εκείνος τις δικές του διασυνδέσεις με την αστυνομία και θα έκανε τα πάντα για να την αφήσουν και πάλι ελεύθερη. Η Κοκκινοσκουφίτσα δεν τον πίστεψε, αλλά λίγο έλπιζε να έλεγε αλήθεια. Οι μέρες περνούσαν και ο Άντρος την επισκεπτόταν κάθε 2-3 μέρες φέρνοντάς της τσιγάρα και υποσχέσεις. Μετά από καμιά εικοσαριά μέρες, μια Κυριακή, οι μπάτσοι της είπαν να ετοιμαστεί και ότι σε λίγες ώρες θα την έπαιρναν στο αεροδρόμιο. Ο Άντρος δεν απαντούσε το τηλέφωνό του και οι μπατσίνες της είπαν να μην έχει παράπονο, γιατί χάρη της έκαναν που θα επέστρεφε στα παιδιά της χωρίς να πληρώσει εισιτήριο.
Η Κοκκινοσκουφίτσα ήξερε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για να αλλάξει την απόφασή τους. Βγήκε στο προαύλιο και κάπνισε ένα τσιγάρο με παγωμένο βλέμμα. Μετάνιωσε που εμπιστεύτηκε την αστυνομία όταν έφυγε από τη μπυραρία. Ήξερε όμως πως αυτό δεν μπορούσε να το αλλάξει. Τους έβρισε από μέσα της.
Βρωμούσε γκάζι. Τι απαίσια μυρωδιά! Κοίταξε γύρω της. Είδε μια φιάλη υγραερίου, μάλλον απ’ την κουζίνα. Μια μικρή λιμνούλα δίπλα της. Και κάποια ξερόχορτα. Θα σκούπιζαν όπως φαίνεται πριν… Αναρωτήθηκε πόσο επικίνδυνο μπορεί να ήταν αυτό. Ανασήκωσε τους ώμους. Σκασίλα της. Τι την ένοιαζε;
Μπορούσε να κάνει κάτι τώρα; «Σκέψου, σκέψου», σκέφτηκε. Έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή. Η μυρωδιά ήταν έντονη. Τα ξανάνοιξε. Κοίταξε την καύτρα του τσιγάρου της. Ξανακοίταξε και το σωρό δίπλα από τη λιμνούλα.
«Κοκκινοσκουφίτσα, φεύγουμε» της φώναξαν.
Ξανακοίταξε την καύτρα. Ξανακοίταξε και το σωρό. Ξανακοίταξε και τη λιμνούλα.